Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

Το λεωφορείο

   Αυτές τις γιορτές χρειάστηκε να κάνω ένα ταξίδι 450 χλμ. και λόγω της αυξημένης εορταστικής κίνησης των εθνικών δικτύων, προτίμησα να ταξιδέψω με υπεραστικό λεωφορείο. Έχοντας αρκετή ώρα περιθώριο μέχρι την αναχώρησή μου -είχα χάσει το προηγούμενο δρομολόγιο- έκανα γύρους στο χώρο του σταθμού των ΚΤΕΛ. Εκεί ήταν που αντίκρισα δυο μικρά παιδιά ηλικίας 7-10 ετών. Κοντά τους μια κοπέλα μεγαλύτερη, γύρω στα 16 ("πιθανόν η μεγαλύτερή τους αδελφή"). 
   Μέσα στην  ανωνυμία του αγοραίου συγχρωτισμού που χαρακτηρίζει όλους μας σε τέτοιους χώρους, δεν έδωσα περισσότερη σημασία στο ποια κι από πού είναι τα παιδιά, ή αν τα συνοδεύει κάποιος ενήλικας, ούτε καν πρόσεξα την προτροπή της κοπέλας προς τα μικρότερα παιδιά να ησυχάσουν: «Να! Περιμένετε! όπου νά 'ναι θα έρθει!». ("ποιος; τι;" 
   Πρόσεξα μόνο ότι δίπλα τους υπήρχαν ανάκατα ριγμένα, σχεδόν κάτω στο πεζοδρόμιο, λίγα ρουχαλάκια των παιδιών και δυο κουβερτούλες. Ίσως διέκρινα κι ένα παιχνίδι ή μια μεγάλη σακούλα με πατατάκια "τσιπς". Και πάλι δεν έδωσα σημασία: "Ήρθαν από κάπου ή πάνε κάπου", σκέφτηκα, "και μέσα στην αναστάτωση του ταξιδιού, πού καιρός για συμμάζεμα!", συμπληρώνοντας πως "πάντως, τσιγγάνοι δεν είναι! Το όλο παρουσιαστικό τους δείχνει παιδιά περιποιημένα, με ρουχαλάκια φτωχικά ίσως, μα καθαρά". 
  Το μεγαλύτερο παιδί, πιο ανήσυχο, έφερνε βόλτες στα παγκάκια κι έπιανε κουβέντα με τους ταξιδιώτες. ("Ζητιανεύει άραγε;")    
   Η απάντηση σ' αυτή τη σκέψη μου, ήρθε αρνητική, αφού λίγο μετά στάθηκε στο δικό μου παγκάκι δίχως το γνωστό κλαψούρισμα και χωρίς να προτείνει το χέρι του για ελεημοσύνη.
    «Έφυγε το λεωφορείο;» ρώτησε την διπλανή κυρία. 
    «Ποιο λεωφορείο παιδί μου;»
  «Το λεωφορείο» επέμενε εκείνο με αμηχανία, σχεδόν χαμένο στον κόσμο του. Κι απομακρύνθηκε. 
   «Φαίνεται πως ξέχασε ή δεν κατάλαβε καλά που θα πάνε», είπε κοιτάζοντάς με η κυρία, δείχνοντας με κατανόηση τα τρία παιδιά. Μου έδωσε την αίσθηση πως μ΄αυτά τα λόγια επιβεβαίωσε μια -όχι και τόσο αυθόρμητη- δική μου σκέψη.
     Η ίδια σκηνή πρέπει να επαναλήφθηκε πιο πέρα άλλες δυο φορές, πάλι χωρίς να ζητήσει κάτι.
   ("Πού να πηγαίνουν άραγε αυτά τα τρία παιδιά μόνα τους; Περιμένουν κάποιον; Κι εγώ μήπως δεν έχω δικαίωμα να χώνομαι παντού για να ικανοποιήσω την περιέργειά μου;")
    Ξαφνικά βλέπω το μεγαλύτερο αγόρι να φεύγει από τον περίβολο του ΚΤΕΛ. Βγαίνοντας στην διασταύρωση κάνει ωτοστόπ στα διερχόμενα αυτοκίνητα, θέτοντας τη ζωή του σε κίνδυνο, καθώς ο δρόμος είναι πολυσύχναστος και οι οδηγοί αναπτύσσουν μεγάλες ταχύτητες. Τότε πια, κατάλαβα πως σίγουρα κάτι δεν πήγαινε καλά.
  Τα μεγάφωνα, όμως, μας καλούσαν να βάλουμε τις αποσκευές και να επιβιβαστούμε. Απαλλαγμένος, πλέον, από τη έγνοια φύλαξης των αποσκευών μου, έκανα ένα βήμα προς το μέρος των παιδιών. Είδα πως το μεγάλο αγόρι είχε επιστρέψει, η δε κοπέλα πήρε ένα ρουχαλάκι και σκέπασε με ζηλευτή φροντίδα το μικρότερο αδελφάκι. ("Ή μήπως δεν είναι αδελφάκι της;")
     Μου πέρασε η ιδέα να πλησιάσω περισσότερο, μα δεν το αποτόλμησα καθώς κινδύνευα να ξεπεράσω τα όρια της στοιχειώδους διακριτικότητας, αν δεν τα είχα ξεπεράσει ήδη.
    Ο ελεγκτής των εισιτηρίων επέμενε να ανεβώ στο λεωφορείο, για να φύγουμε. Ανέβηκα κρατώντας το εισιτήριο στο χέρι, αλλά με το βλέμμα στηλωμένο στα παιδιά. Από το παράθυρο τα αναζητούσα, μα δεν τα έβλεπα πουθενά, ακόμα κι όταν άλλαξα δυο-τρεις θέσεις, προκαλώντας τη δυσανασχέτηση του οδηγού, που με κοίταζε από τον καθρέφτη και της ηλικιωμένης κυρίας του μπροστινού καθίσματος.    
    Το λεωφορείο ξεκίνησε και παίρνοντας στροφή για τον περιφερειακό σταμάτησε στο φανάρι απ’ όπου είδα ολοκάθαρα την κοπέλα, πάλι στην ίδια θέση να περιποιείται το μικρό. Καθώς το χάιδευε, έστρεψε το βλέμμα της πίσω. Και κοιτάζοντας –κυριολεκτικά- στο πουθενά, λες και περίμενε κάτι απ’ αυτό το "πουθενά", έκρυψε το πρόσωπό της στα χέρια της ("για να μην τη δει το μικρό;") κι έκλαψε. Το πιο αξιοπρεπές, γενναίο, πνιχτό κλάμα που έχω δει, με έκανε να την παρακολουθώ αποσβολωμένος κι άτολμος να πω ή να κάνω κάτι, «δειλός, μοιραίος κι άβουλος αντάμα».
    Τα βουβά δάκρυα της αδελφής, με διπλωματική ικανότητα απέτρεψαν να μεταδοθεί στο μικρό αγόρι η απόγνωση που -μάλλον- ένοιωθε εκείνη, κάτω από το βάρος της ευθύνης της προς αυτά.
    Και μέσα στη θολούρα των δικών μου ματιών -όμοια μ΄ αυτήν που έχω τώρα, που γράφω τούτες τις σειρές- νομίζω πως είδα πάλι το μεγαλύτερο αγόρι να κάνει ωτοστόπ…                      
    Σκέφτηκα να καλέσω την αστυνομία. "Όχι, όχι! Η παρουσία ενός οργάνου της τάξης εκεί, ίσως χειροτερέψει τα πράγματα. Δεν ξέρω πως μπορεί να αντιδράσουν... Όχι! Πρέπει να επιληφθεί της υπόθεσης κάποιος κοινωνικός λειτουργός!"
  Κάλεσα από το κινητό μου τον τετραψήφιο αριθμό ενός ειδικού "μη-κερδοσκοπικού" οργανισμού. Με διαβεβαίωσαν πως θα ελέγξουν όσο γίνεται πιο γρήγορα και διακριτικά την πληροφορία που τους έδωσα.
    Το βράδυ, όταν έφτασα στον προορισμό μου, ξανακάλεσα για να μάθω νέα. Μου είπαν ότι οι ερευνητικές προσπάθειες απέβησαν άκαρπες. Οι κοινωνικοί λειτουργοί τους οποίους έστειλαν, δεν εντόπισαν πουθενά τα παιδιά. Το ίδιο συνεχίστηκε και την επόμενη μέρα. 
    Κι όμως! Κάτι με κάνει να πιστεύω βαθιά μέσα μου πως πάλι σήμερα αυτά τα αδέλφια(;;) που βρίσκονται τόσα χιλιόμετρα μακριά μου ("ή σήμερα βρίσκονται πιο μακριά;") περιμένουν ακόμα «το  λεωφορείο»...

Δεν υπάρχουν σχόλια: