Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

Στερνή χάρη

     Ένα κίτρινο φύλλο χορεύει στον αέρα για τελευταία φορά, γύρω από το δέντρο που το ανέθρεψε. Αναπολεί στιγμές ζωντάνιας: τότε που ήταν εκεί, μαζί του και γεύονταν το γλυκό πιοτό της νιότης. Θυμάται την Άνοιξη, τα λουλούδια, το κελάηδημα των πουλιών, τον ανάλαφρο χορό του στο φύσημα του αγέρα...  Ώστε αυτό ήταν; Δε θα μπορεί πλέον να ξανανιώσει τίποτε απ΄ αυτά;
      Άψυχο παραδίδεται στη νεκρική συνοδεία της παγερής επιφάνειας του νερού.  
    "Στάσου σε παρακαλώ! Μια χάρη μόνο σου ζητάω, χάρη στερνή. Να δω μέσα από το καθρέφτισμά σου, πως είμαι ακόμα εκεί πάνω, στο μητρικό μου το κλαδί!  Το έχουμε κι οι δυο ανάγκη!"   

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

(Νικόλας, Αργοστόλι)
Φίλε Γιώργο
Το κείμενο που συνοδεύει την πολύ καλή φωτογραφία σου, θυμίζει το διήγημα "Ο Πλάτανος" του Ζαχαρία Παπαντωνίου, από τους "Πεζούς ρυθμούς" του. Πιστεύω πως δεν έχεις αντίρρηση να το προσθέσω εδώ:
"Ενώ σάλεβεν ακόμα τη δύναμί του ο πλάτανος και το πράσινό του ήταν σαν καμπάνα της χαράς που χτυπά στο διάστημα, τα στρογγυλά σύννεφα του φθινόπωρου υψώθηκαν ακίνητα στον ορίζοντα — και τον κοίταξαν.
Τότε άρχισε να ετοιμάζεται για το θάνατο.
Τα πρώτα φύλλα του που κιτρίνισαν, σαν μάτια που άνοιγαν στο φως της αλήθειας, είδαν το άπειρο που τον περίμενε — κι ο πλάτανος ανατρίχιασε στη σκέψη πως θα γνωρίσει το σκοπό του.
Απ’ το ρυάκι που τον ποτίζει δεν παίρνει πλέον τίποτε υλικό. Ακούει μονάχα το τραγούδι του νερού στο φεγγάρι.
Λίγο-λίγο κιτρίνιζε. Λίγο-λίγο έφταναν στα κλαριά του χρυσοί στοχασμοί. Ώσπου μια μέρα κρατώντας ολάκερο το θησαυρό του άστραψε μέσ’ to σκοτεινό Δεκέμβρη κι’ έστησε μέσ’ το πάρκο το χρυσό πολυέλαιο του μαρασμού του ακίνητο. Ούτ΄ ένα φύλλο δεν του έμεινε πράσινο — τίποτα πια δεν του θυμίζει τον κόσμο.
Σαν άγγιξεν έτσι την τελειότητα, έριξε το πρώτο του μαραμένο φύλλο — μήνυμα πως είν’ έτοιμος. Και τ’ άλλα φύλλα, βλέποντας εκείνο με ποιά γαλήνη ξεκίνησε, φρόντισαν να πεθάνουν σύμφωνα με την ενθύμησή του. Δίχως τη βοήθεια του ανέμου, αποχαιρετώντας το κλαδί και σταματώντας για μια στιγμή στον αέρα, σαν πουλί που ζυγιάζει τα φτερά του, έπεφταν με κίνημα άξιο των ψυχών που γνώρισαν το Μοιραίο και δεν έχουν γελαστεί."

Georgios Siozos είπε...

Νικόλα, ευχαριστώ πάρα πολύ για το κείμενο που είχες την καλοσύνη να μου στείλεις.